- σκατώνω
- [скатоно] р. пачкать, марать калом.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σκατώνω — σκατώνω, σκάτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκατώνω — Ν [σκατό] 1. μολύνω, ρυπαίνω με περιττώματα 2. μτφ. αποτυχαίνω οικτρά («τά σκάτωσε» τά θαλάσσωσε) … Dictionary of Greek
σκατώνω — σκάτωσα, σκατώθηκα, σκατωμένος 1. αλείφω με σκατά: Σκατώθηκε το μωρό πάλι. 2. «Τα σκάτωσε», απέτυχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκάτωμα — το, Ν [σκατώνω] 1. ρύπανση με περιττώματα 2. αδέξια ενέργεια που καταλήγει σε αποτυχία, αποτυχία, θαλάσσωμα … Dictionary of Greek